- πολυγλυφέων
- πολυγλυφήςmuch-carvedmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυγλυφής — ές, ΜΑ 1. (για γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα) αυτός που έχει πολλές γλυπτικές παραστάσεις 2. ο στολισμένος με γλυπτικό διάκοσμο («πολυγλυφέων πυλεώνων», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. νεο γλυφής] … Dictionary of Greek